Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) παραφορτώνω

См. также в других словарях:

  • παραφορτώνω — 1. βάζω υπερβολικό φορτίο, φορτώνω περισσότερο από όσο πρέπει, υπερφορτώνω 2. μτφ. επιβαρύνω κάποιον με υπερβολική εργασία, με πάρα πολλές φροντίδες 3. μέσ. παραφορτώνομαι μτφ. ενοχλώ κάποιον με συχνές παρακλήσεις ή με υπερβολικές αξιώσεις,… …   Dictionary of Greek

  • παραφορτώνω — παραφόρτωσα, παραφορτώθηκα, παραφορτωμένος 1. φορτώνω υπερβολικά: Το παραφόρτωσες το αυτοκίνητο και θα σπάσουν τα λάστιχα. 2. μτφ., αναθέτω σε κάποιον βαριά δουλειά ή πολλές φροντίδες: Παραφορτώνεις τους εργάτες με δουλειά και θα αρνηθούν κάποτε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραφόρτωμα — το [παραφορτώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφορτώνω, η υπερφόρτωση …   Dictionary of Greek

  • αποσάττω — ἀποσάττω (Α) 1. αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω 2. παραφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • επιφορτίζω — (Α ἐπιφορτίζω) [φορτίζω] νεοελλ. 1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση») 2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι 2. υπερφορτώνω,… …   Dictionary of Greek

  • καταφορτώνω — (Μ καταφορτῶ, όω) (κυριολ. και μτφ.) φορτώνω βαριά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω …   Dictionary of Greek

  • παραβαρύνω — και παραβαραίνω 1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω 2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον 3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάρος β) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω …   Dictionary of Greek

  • παραφορτίζομαι — Α (κυριολ. και μτφ.) παρεμβάλλω κάτι ως πρόσθετο φορτίο, προσθέτω και άλλο φορτίο, παραφορτώνω («ταῡτα τῷ λόγῳ παρεφορτισάμην», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • στοιβάζω — ΝΜΑ και στοιβιάζω Ν [στοιβή] 1. τοποθετώ ομοειδή πράγματα το ένα πάνω στο άλλο σε επάλληλες σειρές, επισωρεύω (α. «στοιβάζω τα ρούχα» β. «στοιβάχθηκε πολύ χιόνι» γ. «τοῡ τειχίου κεράμοις ἐστοιβασμένου» δ. «στοιβάσουσι ξύλα ἐπὶ τὸ πῡρ», ΠΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • υπερφορτίζω — Ν [φορτίζω] 1. (ηλεκτρολ.) φορτίζω με ηλεκτρικό φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό 2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • υπερφορτώνω — ὑπερφορτῶ, όω, ΝΜ υπερφορτίζω, τοποθετώ βάρος περισσότερο από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο, παραφορτώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»